- ψολοκομπία
- ἡ, Α(κωμική λ.) μεγαλαυχία, καυχησιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κόμπος + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψολοκομπία — ψολοκομπίᾱ , ψολοκομπία thunderous talk fem nom/voc/acc dual ψολοκομπίᾱ , ψολοκομπία thunderous talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψολοκομπίαι — ψολοκομπία thunderous talk fem nom/voc pl ψολοκομπίᾱͅ , ψολοκομπία thunderous talk fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψολοκομπίαις — ψολοκομπία thunderous talk fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψολοκομπίας — ὁ, Α [ψολοκομπία] (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ ψολοκομπίαι «ἀλαζόνες, κομπασταί» … Dictionary of Greek